- καρτάζωνος
- καρτάζωνος, ὁ (Α)ο μονόκερως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρτάζωνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτάζωνον — καρτάζωνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek